αείκρουνος

αείκρουνος
ἀείκρουνος, -ον (Μ)
αυτός που συνεχώς ρέει, αναβλύζει, «αείκρουνος πηγή»
(πρβλ. αείβλυστος, αέναος).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αειλιβής — ἀειλιβής, ές (Α) αυτός που ακατάπαυστα ρέει (πρβλ. αείκρουνος). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + λίβος (= ροή) < λείβω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”